- προσωπάρχης
- οο διευθυντής ή ο τμηματάρχης του προσωπικού μιας υπηρεσίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
προσωπάρχης — ο, Ν διευθυντής τού προσωπικού μιας υπηρεσίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσωπο / προσωπ ικό + άρχης*. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Αγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
-άρχης — [ΕΤΥΜΟΛ. Β συνθετικό λέξεων όλων των περιόδων της ελληνικής γλώσσας (Αρχαίας, Μεσαιωνικής, Νεοελληνικής) που προέρχεται από το ρ. άρχω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύνθετες λέξεις της Αρχαίας σε άρχης επιδίδουν κυρίως στην Ιωνική… … Dictionary of Greek
πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα … Dictionary of Greek
Ζορμπάς, Νικόλαος — (Μαγνησία, Μικρά Ασία 1844 – Αθήνα 1920). Στρατιωτικός. Σπούδασε στη Σχολή Ευελπίδων και σε στρατιωτικές σχολές της Γαλλίας. Μετά τη συμπλήρωση των σπουδών του υπηρέτησε σε διάφορες μονάδες και διετέλεσε προσωπάρχης στο υπουργείο Στρατιωτικών και … Dictionary of Greek
Λεοναρδόπουλος, Γεώργιος — (Κόρινθος 1867 – 1936). Στρατιωτικός. Πήρε μέρος στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, στον Α’ Βαλκανικό πόλεμο ως διοικητής λόχου γεφυροποιών και στον Β’ Βαλκανικό ως αξιωματικός της 3ης μεραρχίας. Διετέλεσε μέλος της επιτροπής για τη χάραξη των… … Dictionary of Greek
Τσακασιάνος — Επώνυμο διαφόρων λογίων και ποιητών. 1. Ιωάννης (1854 – 1908). Ποιητής και συγγραφέας. Καταγόταν από τη Ζάκυνθο. Ως ποιητής, θεωρείται μαθητής του Λασκαράτου και συνεχιστής της σατιρικής επτανησιακής παράδοσης. Διακρίθηκε για την ειλικρινή και… … Dictionary of Greek